- χουντικός
- -ή, -ό, θηλ. και -ιά, Ν [χούντα]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χούντα2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. μέλος ή οπαδός τής χούντας3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι χουντικοί(ειδικά) οι στρατιωτικοί και πολιτικοί που διοργάνωσαν και επέβαλαν το δικτατορικό καθεστώς τής 21ης Απριλίου 1967.
Dictionary of Greek. 2013.